κερατίας

κερατίας
κερατίᾱς , κερατέα
fem acc pl
κερατίᾱς , κερατέα
fem gen sg (attic doric aeolic)
κερατίᾱς , κερατία
fruit of the carob-tree
fem acc pl
κερατίᾱς , κερατία
fruit of the carob-tree
fem gen sg (attic doric aeolic)
κερατίᾱς , κερατίας
comet
masc acc pl
κερατίᾱς , κερατίας
comet
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κερατίας — ο (ΑΜ κερατίας) νεοελλ. ζωολ. γένος λοφιόμορφων τελεόστεων οστεϊχθύων τής οικογένειας ceratiidae μσν. ο κερατάς αρχ. 1. αυτός που έχει κέρατα, ο κερασφόρος 2. είδος κομήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + κατάλ. ίας (πρβλ. αισθηματ ίας, εγκληματ ίας) …   Dictionary of Greek

  • κερατία — κερατίᾱ , κερατέα fem nom/voc/acc dual κερατίᾱ , κερατέα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κερατίᾱ , κερατία fruit of the carob tree fem nom/voc/acc dual κερατίᾱ , κερατία fruit of the carob tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κερατίᾱ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατίαν — κερατίᾱν , κερατέα fem acc sg (attic doric aeolic) κερατίᾱν , κερατία fruit of the carob tree fem acc sg (attic doric aeolic) κερατίᾱν , κερατίας comet masc acc sg (attic epic doric aeolic) κερατίας comet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατίᾳ — κερατίαι , κερατέα fem nom/voc pl κερατίᾱͅ , κερατέα fem dat sg (attic doric aeolic) κερατίᾱͅ , κερατία fruit of the carob tree fem dat sg (attic doric aeolic) κερατίαι , κερατίας comet masc nom/voc pl κερατίᾱͅ , κερατίας comet masc dat sg (attic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ceratias — (Del gr. keratias.) ► sustantivo masculino ASTRONOMÍA Cometa, astro del sistema solar, de dos colas. IRREG. plural ceratias * * * ceratias (del lat. «ceratĭas», del gr. «keratías») m. Astron. *Cometa de dos colas. * * * ceratias. (Del lat.… …   Enciclopedia Universal

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • κερατιίδες ή κερατιίνες — Οικογένεια ψαριών της τάξης των λοφιομόρφων. Απαντώνται σε μεγάλα βάθη, σε όλες τις θάλασσες. Το σώμα τους είναι νωτοκοιλιακά πεπιεσμένο, γυμνό και αρκετά μαλακό. Το στόμα τους είναι σχεδόν κατακόρυφο, τα δόντια τους πολύ δυνατά και τα μάτια τους …   Dictionary of Greek

  • κερατίου — κερᾱτίου , κεράτιον small horn neut gen sg κερατίας comet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ceratias — (Del lat. ceratĭas, y este del gr. κερατίας). m. Astr. Cometa de dos colas …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”